30/03/2016
Στο άρθρο αυτό γίνεται μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των σχετικών διατάξεων του Κ.Φ.Ε. (Ν.4172/2013) σχετικά με τις προϋποθέσεις έκπτωσης από τα έσοδα των δαπανών όπως αναφέρονται στο άρθρο 22 του Κ.Φ.Ε.
Με τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 4172/2013, ορίζονται οι προϋποθέσεις προκειμένου οι επιχειρηματικές δαπάνες, εκτός από εκείνες που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 23 του Κ.Φ.Ε., να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα μιας επιχείρησης.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:
α) Οι δαπάνες να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της. Δηλαδή οι δαπάνες να κρίνονται απαραίτητες από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται μέσα στα πλαίσια της συνήθους οικονομικής δραστηριότητας της και συμβάλλει στη δημιουργία φορολογητέου εισοδήματος.
Εδώ παρατηρούμε ότι η έννοια της παραγωγικότητας μιας δαπάνης που υπήρχε στον προηγούμενο Κ.Φ.Ε. (Ν. 2238/1994) αντικαταστάθηκε από την έννοια του συμφέροντος της επιχείρησης. Μία έννοια η οποία δημιουργεί πολλά προβλήματα στον προσδιορισμό της, λόγω της υποκειμενικής αντιμετώπισης και ερμηνείας της από τον κάθε εμπλεκόμενο (επιχειρηματία – λογιστή – ελεγκτή).
Ο νομοθέτης ίσως δεν θέλησε να δώσει έναν σαφή προσδιορισμό για το χαρακτηρισμό της δαπάνης ως προσωπικής, επιτρέποντας έτσι στον φορολογούμενο να κρίνει ο ίδιος, κατά περίπτωση, πότε είναι προς το συμφέρον της επιχείρησης και πότε προσωπική. Επίσης δίνει και τη δυνατότητα σε έναν ενδεχόμενο φορολογικό έλεγχο να αμφισβητήσει και να απορρίψει όσες δαπάνες κρίνει ότι αφορούν τις προσωπικές ανάγκες του επιτηδευματία και όχι την ίδια την επιχείρηση.
Κατά τη γνώμη μου, η έννοια της παραγωγικότητας εμπεριέχεται στην έννοια του συμφέροντος της επιχείρησης, έννοια η οποία είναι μείζων και έτσι οι αποφάσεις του ΣτΕ οι οποίες αφορούν στην παραγωγικότητα ή μη μιας δαπάνης, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ισχύουν ως προς την ουσία τους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο για την ερμηνεία της έννοιας του συμφέροντος της επιχείρησης και συνεπώς της δαπάνης ως εκπεστέας.
Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη και η απόφαση του ΣτΕ (3735/1988) όπου έκρινε ότι «δεν μπορεί η φορολογική αρχή και τα διοικητικά δικαστήρια να ελέγχουν τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών των επιχειρήσεων».
Σημειώνω δε ότι, η διαζευκτική ευχέρεια που παρέχεται στο εδάφιο του άρθρου 22 του Ν. 4172/2013 «Οι δαπάνες να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της» δημιουργεί προβλήματα ερμηνείας.
β) Οι δαπάνες να αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση.
Ο νομοθέτης αναφέρεται στην εικονικότητα της συναλλαγής και στην αξία της, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται υποτιμολογημένη ή υπερτιμολογημένη με βάση τα συγκριτικά στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση.
Η διατύπωση όμως αυτής της προϋπόθεσης, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα κυρίως κατά την διενέργεια του φορολογικού ελέγχου των επιχειρήσεων από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές. Συγκεκριμένα:
-Έχουν οι ελεγκτές στη διάθεσή τους τα στοιχεία που έχει η φορολογική διοίκηση, για να κρίνουν το ύψος των δαπανών κατά περίπτωση;
-Όταν μία επιχείρηση κατορθώσει να επιτύχει, λόγω των ειδικών οικονομικών συνθηκών, μειωμένες αμοιβές και δαπάνες λόγω κάποιας έκπτωσης, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι εκπεστέα δαπάνη ως κατώτερη από την αγοραία;
Ίσως έπρεπε ο νομοθέτης να σταματήσει την πρόταση στην λέξη «αγοραίας» και να μην συνεχίσει περαιτέρω αφού το μόνο που κάνει είναι να δημιουργήσει σύγχυση.
γ)Οι δαπάνες να εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Η προϋπόθεση της καταχώρισης των δαπανών στα βιβλία της επιχείρησης αναφέρεται στην αδυναμία της έκπτωσης, από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, δαπάνης η οποία να προσδιορίζεται εξωλογιστικά, εκτός από τις περιπτώσεις δαπανών για τις οποίες ο παρών Κώδικας ορίζει το αντίθετο (άρθρο 22Α του παρόντος Κώδικα).
Όσον αφορά στην προϋπόθεση, οι δαπάνες να καλύπτονται με κατάλληλα δικαιολογητικά, νοείται ότι αυτές θα πρέπει να στηρίζονται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (παράγραφος 3 άρθρου 2 του Κ.Φ.Α.Σ.) και τα Ε.Λ.Π.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ
Λόγω των ραγδαίων αλλαγών στη φορολογική νομοθεσία, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση των σχετικών αποφάσεων της Διοίκησης και των Δικαστηρίων, οι οποίες, πολλές φορές κρίνουν με βάση την προϊσχύσασα νομοθεσία, (και όχι με την τρέχουσα Νομοθεσία), λόγω καθυστέρησης στη εκδίκαση των υποθέσεων.
Επισημαίνεται ότι κατά ρητή διατύπωση της παρ. 26 του άρθρου 72 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2238/1994 (Α’151), συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού του νόμου».
Οι δικαστικές αποφάσεις για την ερμηνεία των νόμων σε προηγούμενα έτη, δεν μπορούν, να αποτελέσουν σε κάθε περίπτωση εργαλείο για τη διαχρονική ερμηνεία των φορολογικών διατάξεων.
Βεβαίως, το σκεπτικό που περιέχεται στις δικαστικές αποφάσεις είναι δυνατόν να δίδει λύσεις και σε νέα προβλήματα και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ακόμη και σήμερα. Όμως δεν πρέπει εκ των προτέρων να θεωρείται μια δικαστική απόφαση ως δεδικασμένο, όταν το θέμα που εξέτασε το Δικαστήριο έχει επιλυθεί με άλλη νομική βάση, ακόμα και αν αναφέρεται στο ίδιο ή σε παρεμφερές πραγματικό γεγονός, εφόσον εν τω μεταξύ η φορολογική νομοθεσία έχει τροποποιηθεί.
Ας δούμε όμως την έννοια της νομολογίας και την ισχύ που αυτή έχει.
Με τον όρο Νομολογία εννοούμε τις αποφάσεις των Δικαστηρίων και η ερμηνεία που αυτά έχουν προσδώσει στους νόμους. Αρμόδια για την εκδίκαση φορολογικών υποθέσεων είναι τα Διοικητικά Δικαστήρια (Διοικητικό πρωτοδικείο, Διοικητικό Εφετείο και το Συμβούλιο της Επικρατείας), στη νομολογία των οποίων κυρίως προστρέχουμε για την ερμηνεία των νόμων. Ασφαλώς, είναι δυνατόν να εκδοθούν σχετικές αποφάσεις και από άλλα Δικαστήρια (Άρειος Πάγος ή Ελεγκτικό Συνέδριο), τα οποία, παρεμπιπτόντως, έχουν κρίνει και την φορολογική πλευρά μιας υπόθεσης, είναι όμως σπάνιες τέτοιες αποφάσεις.
Η Νομολογία δεν αποτελεί άμεση πηγή δικαίου αλλά ούτε και συντελεί στη διαμόρφωση δικαίου, μπορεί όμως να θεωρηθεί ως έμμεση πηγή δικαίου. Κατά την δικαιική παράδοση της Ελλάδας, η νομολογία δεν είναι υποχρεωτικής εφαρμογής ούτε από τα υπόλοιπα Δικαστήρια, τα οποία μπορούν να κρίνουν διαφορετικά, κατά την κρίση του εκάστοτε Δικαστή, ο οποίος υπόκειται στη συνείδησή του στο Σύνταγμα και τους νόμους.
Σημειώνουμε όμως ότι με τον ορυμαγδό της νομοθεσίας των τελευταίων χρόνων και προκειμένου να μειωθούν οι εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εισήχθη διάταξη το έτος 2012, με την οποία το Συμβούλιο Επικρατείας δεν θα ασχολείται πλέον με θέματα για τα οποία έχει εκδώσει απόφαση με αφορμή άλλη υπόθεση (εξαίρεση υπάρχει μόνο για πολύ ιδιαίτερες υποθέσεις).
Υπό την έννοια αυτή, ειδικά οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθίστανται μετά το έτος 2012 (σχεδόν) νόμος και συνεπώς πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη, ακόμα και για την ερμηνεία νεώτερων διατάξεων, αν το θέμα είναι ad hoc ή παρεμφερές.
Επομένως η νομολογία (ερμηνεία νόμων από τα Δικαστήρια) δεν θα πρέπει να συγχέεται με την νομοθεσία που αποτελεί σύνολο νόμων, αλλά πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη για τη διαμόρφωση της γνώμης μας.
Ενδεικτικά, παρατίθενται βασικές διατάξεις της φορολογικής νομολογίας, αποφάσεις της Διοίκησης, με σκοπό να επισημάνουν βασικές περιπτώσεις οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγικότητα ή μη μιας δαπάνης (αν μία δαπάνη είναι προς το συμφέρον ή όχι της επιχείρησης):
• Ως παραγωγικές δαπάνες νοούνται όχι μόνο οι υποχρεωτικές βάσει νόμου ή συμβάσεως αλλά και οι οικειοθελώς καταβαλλόμενες. (Σ.τ.Ε. 3580/86)
• Για να αναγνωρισθεί μια δαπάνη ως παραγωγική και να εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως, αρκεί, κατ’ αρχήν εν’ όψει του σκοπού και των ειδικών συνθηκών της περιπτώσεως, να συμβάλλει στη διεύρυνση των εργασιών της επιχείρησης και στην αύξηση των εσόδων της. Δεν απαιτείται δε να διαπιστωθεί ότι, συνέπεια αυτής, αυξήθηκαν πράγματι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, τα έσοδα και προωθήθηκαν οι εργασίες της επιχείρησης, διότι τούτο θα οδηγήσει σε ανεπίτρεπτο έλεγχο της σκοπιμότητας της δαπάνης από την φορολογική αρχή. (Σ.τ.Ε. 2142/87)
• Η κρίση ως προς την παραγωγικότητα των δαπανών ανήκει στη φορολογική αρχή (Δ.Ο.Υ.) και στα φορολογικά δικαστήρια. (Σ.τ.Ε. 3506-3508/76, 1224-7/95)
• Η κρίση του σκοπίμου της πραγματοποιήσεως της δαπάνης ανήκει εις τον επιχειρηματία φορολογούμενο και δεν υπόκειται εις τον έλεγχο της φορολογικής αρχής και των φορολογικών δικαστηρίων, εκτός αν αποδεικνύεται δια συγκεκριμένων στοιχείων, η προσαγωγή των οποίων βαρύνει τη φορολογούσα αρχή, ότι δεν έλαβε χώρα η πραγματοποίηση της δαπάνης ή ότι εγένετο αυτή δια άλλη αιτία (Σ.τ.Ε. 1513/68 και Φορ.Εφετ.4733/70).
• Δαπάνη επιχείρησης δεν αναγνωρίζεται από τη φορολογική αρχή ως εκπεστέα, εφόσον η τελευταία διαθέτει συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία είναι δυνατό να συναχθεί κατά κοινή πείρα ότι η δαπάνη αυτή είναι εικονική, δηλαδή είτε ότι δεν καταβλήθηκε από την επιχείρηση είτε ότι καταβλήθηκε μεν, όχι όμως για τον παραγωγικό σκοπό της επιχείρησης, αλλά για άλλο μη παραγωγικό σκοπό. (Σ.τ.Ε. 3727/1990 και 1823/1994)
• Δαπάνες επιχείρησης για τις οποίες δεν προσάγεται κανένα δικαιολογητικό δεν αναγνωρίζονται ως εκπεστέες από τα ακαθάριστα έσοδά της, χωρίς να απαιτείται προς τούτο ο προσδιορισμός των μη προσαχθέντων νόμιμων δικαιολογητικών. (Σ.τ.Ε. 3486/ 1992)
• Για την αναγνώριση μιας δαπάνης δεν απαιτείται σύμβαση. (Σ.τ.Ε. 806/1998)
• Για να αφαιρεθεί μία δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως πρέπει η δαπάνη αυτή να καλύπτεται με αποδεικτικό στοιχείο προβλεπόμενο από τον Κ.Β.Σ., στην περίπτωση που επιβάλλεται από τον Κώδικα αυτό η έκδοση τέτοιου στοιχείου για τη συγκεκριμένη δαπάνη. Μόνο δε στην περίπτωση που δεν επιβάλλεται από τον Κ.Φ.Σ. η έκδοση συγκεκριμένου στοιχείου, η έκπτωση της δαπάνης μπορεί να γίνει με βάση οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο εκτιμώμενο από τη φορολογική αρχή και τα διοικητικά δικαστήρια. (Σ.τ.Ε. 6004/1996).
Πέραν της νομολογίας, ασφαλώς υπάρχουν στον (Ελληνικό μόνο) νομικό κόσμο και οι ερμηνευτικές «εγκύκλιοι» του υπουργού των Οικονομικών. Ενώ η ισχύς μιας ερμηνείας από οποιονδήποτε εφαρμοστή του Δικαίου έχει ίσο βάρος ενώπιον των Δικαστηρίων, οι ερμηνείες του Υπουργού των Οικονομικών τυγχάνουν υποχρεωτικής εφαρμογής από τη Φορολογική Διοίκηση. Έτσι, αναγκαζόμαστε (χωρίς αυτό να προβλέπεται από το Σύνταγμα) να λαμβάνουμε υπόψη τις εγκυκλίους αυτές είτε ως φορολογούμενοι είτε ως ελεγκτές για τη χορήγηση του φορολογικού πιστοποιητικού. Έτσι:
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εγγραφές στα βιβλία μιας επιχείρησης κατά τις οδηγίες της Διοίκησης (Yπ. Oικ. Εγκ. 3/1992) πρέπει να στηρίζονται:
α) Σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., όπως, π.χ., τιμολόγια, αποδείξεις λιανικής πώλησης, αποδείξεις δαπανών, το τρίτο αντίγραφο της φορτωτικής κ.λπ. ή
β) Σε δημόσια έγγραφα. Δημόσια έγγραφα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 438 της Πολιτικής Δικονομίας είναι τα έγγραφα εκείνα που συντάσσονται, κατά τους νομίμους τύπους, από δημοσίους υπαλλήλους ή λειτουργούς ή πρόσωπα που ασκούν δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία (Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται και στα άρθρα 169-171 του Κ.Δ.Δ.) ή
γ) Σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία, όπως, π.χ., πρωτόκολλα καταστροφής, εκθέσεις πυροσβεστικής υπηρεσίας σε περίπτωση πυρκαγιάς κ.λπ. Διευκρινίζεται ότι τα πρόσφορα αυτά στοιχεία, αναφερόμενα σε πραγματικά γεγονότα, εξετάζονται από τον προϊστάμενο της Δ.O.Y. και σε περίπτωση αμφισβήτησης από τα Διοικητικά Δικαστήρια.
• Όπως έχει κριθεί από το Σ.τ.E. η τυχόν αοριστία της περιγραφής στο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών των παρασχεθεισών υπηρεσιών δεν εμποδίζει την έκπτωσή τους, εφόσον η αοριστία αυτή καλύπτεται από αναφορά σε έγγραφη σύμβαση των μερών από την οποία προκύπτει ακριβώς η αιτιολογία της δαπάνης. Είναι άλλο δε το ζήτημα αν ενδεχομένως η ελλιπής περιγραφή συνιστά παράβαση των διατάξεων του K.B.Σ. (Σ.τ.E. 46/2006).
• Η δαπάνη για την πληρωμή διοικητικής ποινής ή κυρώσεως λόγω παραβάσεως διατάξεων διοικητικού νόμου, δεν συνιστά παραγωγική δαπάνη και δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως. (Σ.τ.Ε. 1941/1996)
• Οι δαπάνες για τις οποίες τα πρωτότυπα των φορολογικών στοιχείων έχουν απωλεσθεί, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, εφόσον έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία με βάση φωτοτυπίες των παραστατικών από τα στελέχη και έχουν επικυρωθεί από τον εκδότη τους, θεωρούμενα στην περίπτωση αυτή πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία των συναλλαγών που απεικονίζονται στα πρωτότυπα. (1121541/ 1125/16.11.1995)
•Το τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για να αποτελέσει νόμιμο δικαιολογητικό στοιχείο για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης, πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα αναφερόμενα στις διατάξεις του Κ.Φ.Σ. στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, μεταξύ των οποίων και ο επαρκής προσδιορισμός των παρασχεθεισών υπηρεσιών. (Σ.τ.Ε. 3509/96,715/91)
• Όταν από μια επιχείρηση χαρίζονται στο προσωπικό της ποσά, που προέρχονται από υπόλοιπα δανείων ή προκαταβολές, τα ποσά αυτά δεν θεωρούνται ως παραγωγική δαπάνη της επιχείρησης, γιατί δεν πρόκειται για δαπάνη που έχει σχέση με το αντικείμενο της επιχείρησης, αλλά δαπάνη από χαριστική αιτία. (Σ.τ.Ε. 2914/1978 )
• Οικονομικές ενισχύσεις στο σύλλογο του προσωπικού επιχείρησης θεωρούνται παραγωγικές δαπάνες. (Σ.τ.Ε.2673/1983)
• Η αποζημίωση που καταβάλλει επιχείρηση σε τρίτους για ζημιές που προξενούνται σ’ αυτούς στα πλαίσια της επιχειρηματικής λειτουργίας της επιχείρησης, έστω και αν οφείλονται σε αμέλεια των στελεχών και λοιπών εργαζομένων της, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα αυτής. (Σ.τ.Ε. 2689/1971)
• Οι μισθοί που καταβάλλει ανώνυμη εταιρεία στα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, για εξαρτημένη εργασία που παρέχουν προς την εταιρεία πέραν των καθηκόντων τους που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως μέλη του Δ.Σ., εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της, χωρίς να εξετάζεται η ύπαρξη προέγκρισης από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της. (Σ.τ.Ε.3242/1990), (Σ.τ.Ε.4039/1999), (Σ.τ.Ε.3897/1989)
• Η έκπτωση των τόκων δανείων επιτρέπεται μόνο εφόσον τα δάνεια διατίθενται για τις ανάγκες της επιχειρήσεως και όχι για τη θεραπεία προσωπικών αναγκών του επιχειρηματία ή των προσώπων που μετέχουν στην επιχείρηση ή για την εξυπηρέτηση αναγκών τρίτων. (Σ.τ.Ε. 3404/95), (Σ.τ.Ε.1577/1985)
• Καταβολή αποζημίωσης, επιπλέον της νομίμου, στο απολυθέν προσωπικό δεν αναγνωρίζεται ως παραγωγική δαπάνη, όταν απολύεται όλο το προσωπικό και η επιχείρηση διακόπτει την επιχειρηματική της δραστηριότητα. ( Σ.τ.Ε. 3455/1995)
• Τόκοι δανείου που αντιστοιχούν σε προηγούμενες χρήσεις δεν αναγνωρίζονται. ( Σ.τ.Ε. 5141/1995 )
Διαχρονικά ο φορολογικός έλεγχος των επιχειρήσεων έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών διενέξεων μεταξύ των εμπλεκομένων (δημόσιας διοίκησης, ελεγκτών, επιχειρηματιών, λογιστών). Ο φορολογούμενος έρχεται σε σύγκρουση πολλές φορές με τη φορολογική διοίκηση, για το ποια δαπάνη εκπίπτει και ως ποιον βαθμό.
Η προσπάθεια τυποποίησης χειρισμού των φορολογικών αντικειμένων μιας επιχείρησης δεν έχει ακόμη φθάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλές φορές κενά ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κάθε επιχείρησης.
Οι συνεχείς αλλαγές τα τελευταία έτη στη φορολογική νομοθεσία, αλλά και οι πολλές ασάφειες σε αρκετά σημεία της, αναγκάζουν τους ελεγκτές και τους λογιστές να αναλώνουν εύλογο χρόνο προκειμένου να ενημερώνονται εκ νέου για τις επικείμενες αλλαγές, αλλά για να μελετούν και να αποσαφηνίζουν τα θολά σημεία του κάθε νόμου.
Η έννοια της παραγωγικότητας μιας δαπάνης χρησιμοποιείται για φορολογικούς σκοπούς και δεν σχετίζεται απόλυτα με το είδος, τη φύση της επιχείρησης και το πραγματικό πολλές φορές λογιστικό γεγονός. Άρα ενδέχεται σε πολλές περιπτώσεις να περιέχει, σε ένα βαθμό και υποκειμενικά στοιχεία.
Ο φορολογικός ελεγκτής (Ο.Ε.Λ.) έρχεται αντιμέτωπος πολλές φορές με λογιστικά γεγονότα και δαπάνες που θα πρέπει να αντιμετωπίζει κατά τον γενικό κανόνα του νόμου, χωρίς να μπορεί να κρίνει και να αποδίδει την πραγματική φορολογική εικόνα της επιχείρησης.
Η κρίση του ελεγκτή (Ο.Ε.Λ.) λοιπόν μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, καθώς είναι αναγκασμένος να εφαρμόζει πιστά το γράμμα του νόμου, κάτω μάλιστα από την απειλή προστίμων σε περίπτωση παράλειψης των υποχρεώσεών του.
Η Φορολογική Αρχή και τα Διοικητικά Δικαστήρια είναι αυτά που πολλές φορές καλούνται να κρίνουν τελικώς αν μια δαπάνη είναι παραγωγική ή μη.
Η φορολογική νομοθεσία στη χώρα μας, ιδίως σε αυτή την κρίσιμη οικονομική περίοδο που βιώνουν οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να απλοποιηθεί, να εκσυγχρονιστεί, να είναι ευέλικτη και να μην έχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να είναι σαφής και να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις και διφορούμενες ερμηνείες. Η βελτίωση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος δεν πρέπει να εξαντλείται στη συνεχή έκδοση ερμηνευτικών εγκυκλίων της εκάστοτε φορολογικής νομοθεσίας. Θα πρέπει να μην επαναληφθούν φαινόμενα «νομοθεσίας διά εγκυκλίων», φαινόμενα που λειτουργούν εις βάρος της όποιας προσπάθειας γίνεται για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Αντί των συνεχών διευκρινήσεων επί παραγράφων, εδαφίων, περιπτώσεων και υποπεριπτώσεων ενός πολύπλοκου και ασαφούς σε πολλά σημεία φορολογικού νομοθετικού πλαισίου, πρέπει επιτέλους να τελειώσει το θέμα της πολυπλοκότητας και της ασάφειας αυτής της φορολογικής νομοθεσίας που δυστυχώς δημιουργεί πολλαπλές στρεβλώσεις και σύγχυση για τους ελεγκτές αλλά και για τους ελεγχόμενους.
Τέλος, ας ελπίσουμε ότι θα ληφθούν άμεσα υπεύθυνες και σωστές αποφάσεις για όλα τα ανωτέρω προβλήματα και να δούμε όλοι ένα βελτιωμένο φορολογικό σύστημα στη χώρα μας, με σαφή διαρθρωτικό χαρακτήρα.
Πηγή: www.taxheaven.gr