Εργατικό ατύχημα Δημοσίου Υπαλλήλου

Εργατικό ατύχημα Δημοσίου Υπαλλήλου

Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ως εργατικό ατύχημα θεωρείται το βίαιο συμβάν που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή, συνέπεια του οποίου επέρχεται βλάβη στην υγεία ή απώλεια της ζωής του μισθωτού. Τέτοια βλάβη μπορεί να θεωρηθεί τόσο η εμφάνιση ασθένειας που προκαλείται από γεγονός απρόβλεπτο και αιφνίδιο, όσο και η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, η οποία βαθμιαία καταλήγει στην εξασθένιση του ανθρώπινου οργανισμού λόγω της φύσης και των δυσμενών όρων της εργασίας. Καθοριστική σε κάθε περίπτωση είναι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ βίαιου συμβάντος και ατυχήματος, καθώς προϋποτίθεται ότι αυτό επέρχεται στον τόπο της εργασίας, κατά τη διάρκεια αυτής και συνδέεται με αυτήν.

Τι συμβαίνει σε περίπτωση που εργοδότης του παθόντος το εργατικό ατύχημα είναι το Δημόσιο;  Ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει στο άρθρο 105 ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.». Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης … Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.»

Όπως έχει κριθεί κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του ΕισΝΑΚ, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται μεταξύ άλλων και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή μη νόμιμες παραλείψεις οφειλομένων υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α. (π.χ. παράλειψη παροχής απαιτούμενου εξοπλισμού ή και εκπαίδευσης, αναγκαίων για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας, παράλειψη τήρησης όρων ασφαλείας στον εργασιακό χώρο κτλ.), εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες συνδέονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων.

Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α., εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξεως, παραλείψεως ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των Ο.Τ.Α., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση  πταίσματος του οργάνου του.

Εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί, αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία.

Το δε Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι Ο.Τ.Α., συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, εύλογη χρηματική ικανοποίηση στην οικογένεια αυτού λόγω ψυχικής οδύνης κατ` ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 παρ. γ΄ του Αστικού Κώδικα. Σημειωτέον ότι, το ύψος της αποζημίωσης που επιδικάζεται, καθορίζεται από το Δικαστήριο με την χρήση κριτηρίων, όπως το είδος και η βαρύτητα της ζημίας, ο βαθμός ικανότητας του παθόντος για εργασία μετά το ατύχημα, η τυχόν μόνιμη ή παροδική αναπηρία, οι ειδικές συνθήκες του παθόντος από το ατύχημα κτλ.

ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr